βαρύφωνος

βαρύφωνος
η , ο [ος , ον ] см. βαθύφωνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαρύφωνος" в других словарях:

  • βαρύφωνος — βαρύφωνος, ον (AM) αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή αρχ. εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή …   Dictionary of Greek

  • βαρύφωνος — with a deep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύφωνος — η, ο αυτός που έχει βαριά, μπάσα φωνή: Ο αριστερός ψάλτης είναι βαρύφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυφωνοτέρων — βαρύφωνος with a deep fem gen comp pl βαρύφωνος with a deep masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύφωνον — βαρύφωνος with a deep masc/fem acc sg βαρύφωνος with a deep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφωνοτέρου — βαρύφωνος with a deep masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφωνότερα — βαρύφωνος with a deep neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφωνότεραι — βαρύφωνος with a deep fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφωνότεροι — βαρύφωνος with a deep masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφώνους — βαρύφωνος with a deep masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφώνων — βαρύφωνος with a deep masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»